κολοσυρτος

κολοσυρτος
    κολοσυρτός
    κολο-συρτός
    ὅ [κολῳός] шумная толпа
    

(ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν Hom.; παιδαρίων καὴ γραϊδίων Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κολοσυρτος" в других словарях:

  • κολοσυρτός — κολοσυρτός, ὁ (Α) 1. θορυβώδης όχλος («οὐχί προδώσω τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν», Αριστοφ.) 2. ταραχή, συρφετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολο συρ τός. Σύνθετη λ. τού τύπου κονιορτός, αμαξιτός. Το β συνθετικό < σύρω + επίθημα τος. Το α συνθετικό είναι… …   Dictionary of Greek

  • κολοσυρτός — noisy rabble masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοσυρτῷ — κολοσυρτός noisy rabble masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοσυρτόν — κολοσυρτός noisy rabble masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοσυρτώ — κολοσυρτῶ, έω (Α) [κολοσυρτός] θορυβώ …   Dictionary of Greek

  • κολοσυρτοῦ — κολοσυρτέω noisy rabble pres imperat mp 2nd sg (attic) κολοσυρτέω noisy rabble imperf ind mp 2nd sg (attic) κολοσυρτός noisy rabble masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»